Πλοηγηθείτε στα χρονολογικά ορόσημα από το 1878 έως το 2014
Βοήθεια
1878
Ιδρύεται ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ηρακλείου. Χάρη στη δράση του συστάθηκε το Κρητικό Μουσείο, ο πυρήνας του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου.
1881
Ο Ιωσήφ Χατζιδάκης, 1848-1936, κρητικής καταγωγής, σε ηλικία 33 χρονών έφτασε για πρώτη φορά στη γενέτειρά του.
Γυναικολόγος-μαιευτήρας και αυτοδίδακτος αρχαιολόγος, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του Κρητικού Μουσείου και έγινε ο πρώτος Διευθυντής του.
1883
Σχεδόν αμέσως μετά την εγκατάστασή του στο Ηράκλειο, ο κοσμοπολίτης Ι. Χατζιδάκης εκλέχθηκε ομόφωνα Πρόεδρος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου και αναδείχθηκε σε κομβικό πρόσωπο της Κρητικής αρχαιολογίας.
Επηρέασε βαθιά την αρχαιολογική έρευνα στην Κρήτη στα τέλη του 19ου αιώνα.
1884
Με πρωτοστάτες τον Ιωσήφ Χατζιδάκη και τον φιλόλογο Ιωάννη Περδικάρη, ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ηρακλείου έστρεψε την προσοχή του στη διάσωση και την έρευνα των κρητικών αρχαιοτήτων.
Μια απόφαση-σταθμός για το μέλλον του κρητικού παρελθόντος.
1885
Ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος οργάνωνε και κατέγραφε τις αρχαιότητες που διέσωζε, και τις κατέστησε προσβάσιμες σε όλους.
1888
Εκδόθηκε ο πρώτος κατάλογος του Μουσείου του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου. Ένα από τα πολλά βήματα προς τη σύγχρονη τεκμηρίωση των συλλογών του Α.Μ.Η.
1896
Τα αρχαία που διασώζει ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Ηρακλείου ήταν επισκέψιμα σε δύο δωμάτια στο προαύλιο της μητρόπολης του Αγίου Μηνά.
Ο πλέον ασφαλής χώρος κατά την ταραχώδη περίοδο που προηγήθηκε της κατάρρευσης της Οθωμανικής κυριαρχίας.
1897
Ο Στέφανος Ξανθουδίδης (1863-1928), φιλόλογος και αυτοδίδακτος αρχαιολόγος, εκλέγεται Γραμματέας του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου και αρχίζει την καθοριστική πορεία του προς τη διαμόρφωση του Κρητικού Μουσείου και την έρευνα της Κρητικής Ιστορίας και Προϊστορίας.
Με τον Ιωσήφ Χατζιδάκη ονομάσθηκαν «Διόσκουροι της Κρητικής αρχαιολογίας».
1898
Η Κρήτη αποσχίσθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ανακηρύχθηκε αυτόνομη Κρητική Πολιτεία.
Σύμφωνα με τον «Νόμο περί Αρχαιοτήτων» το Μουσείο του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου παραχωρήθηκε αμέσως στην Κρητική Πολιτεία.
Πρώτος διευθυντής διορίσθηκε ο Ιωσήφ Χατζιδάκης.
1900
Οι Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές και Αποστολές στην Κρήτη, αρχίζουν τις Μεγάλες Ανασκαφές. Αναρίθμητα αρχαιολογικά ευρήματα έρχονται στο φως και μεταφέρονται στο Κρητικό Μουσείο, όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 του αρχαιολογικού νόμου της Κρητικής Πολιτείας.
Τα δύο δωμάτια στο προαύλιο του Αγίου Μηνά δεν επαρκούν πια για τα εκατοντάδες αρχαία που ανακαλύπτονται. Το Κρητικό Μουσείο εγκαθίσταται προσωρινά σε αίθουσες των πρώην Τουρκικών Στρατώνων, το σημερινό Δικαστικό Μέγαρο, κτήριο «ευρυχωρότατον αλλά ελεεινόν» σύμφωνα με τον Ι. Χατζιδάκη.
Το προσωπικό του Μουσείου απέκτησε νέες ειδικότητες. Οι Ι.Ζωγραφάκης και Ε.Σαλούστρος, δύο από τους πρώτους συντηρητές του Μουσείου Ηρακλείου, σηματοδοτούν την αρχή μιας μακράς και επιτυχούς πορείας συντήρησης και ανάδειξης των κρητικών αρχαιοτήτων.
Μετά από επιμονή του Ι. Χατζιδάκη αποφασίσθηκε η ανέγερση νέου κτηρίου για να στεγάσει τις αρχαιότητες, τα γραφεία, και τα εργαστήρια του Κρητικού Μουσείου. Επιλέχθηκε μία θέση-τοπόσημο για τον Χάνδακα, ο λόφος όπου κείτονταν τα ερείπια της μονής του Αγίου Φραγκίσκου και το σωζόμενο παρεκκλήσιο-Αυτοκρατορικό τζαμί. «Η απόφαση έλαβε ώθηση και από τη χρηματοδότηση του Γάλλου Gaston Arnaud-Jeanti, ο οποίος είχε προωθήσει με πάθος το «Κρητικό Ζήτημα».
1903
Το Μουσείο Ηρακλείου, όταν ακόμα στεγαζόταν στους Στρατώνες, έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλής προορισμός. Με τον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού αναδύθηκαν σε απαραίτητο σταθμό του ταξιδιού στην Ανατολή.
1904
Τον Οκτώβριο του 1904 τοποθετήθηκε σε επίσημη εκδήλωση ο θεμέλιος λίθος του πρώτου κτηρίου, που κατασκευάστηκε αποκλειστικά για να στεγάσει το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Η σχεδιαστική πρόταση του Γερμανού αρχαιολόγου-αρχιτέκτονα W. Dörpfeld και του Π. Καββαδία Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων της Ελλάδας, δεν έλαβε υπόψη τον χαρακτήρα των κρητικών αρχαιοτήτων. Τα φιλόδοξα και κλασικότροπα σχέδια υλοποιήθηκαν μόνο αποσπασματικά.
1907
Παραδόθηκε η κεντρική Αίθουσα του νέου Μουσείου και έναν χρόνο αργότερα ο οπισθόδομος και υπόστεγο στην αυλή. Ολοκληρώθηκε η μεταφορά των αρχαίων από τον Στρατώνα.
1912
Τον Ιανουάριο του 1912 παραδόθηκε και η Δυτική Αίθουσα του Μουσείου.
1914
Την 1η Δεκεμβρίου 1913 η Κρήτη ενώθηκε οριστικά και αμετάκλητα με την Ελλάδα.
Ο ελληνικός αρχαιολογικός νόμος εφαρμόσθηκε και στην Κρήτη. Το Μουσείο μαζί με την Κνωσό οργανώθηκαν στην 9η Αρχαιολογική Περιφέρεια με Προϊστάμενο τον Ιωσήφ Χατζιδάκη.
Νέα ευρήματα από ανασκαφές στην κεντρική και ανατολική Κρήτη προστίθενται αθρόα στις συλλογές του Μουσείου. Συντηρούνται και καταγράφονται, ενσωματώνονται στην Έκθεση, ενώ πολλά, κυρίως όστρακα, ταξινομούνται στις αποθήκες.
Για να εκτεθούν τα νέα ευρήματα κατασκευάσθηκαν πέντε προθήκες οι οποίες τοποθετήθηκαν στη λεγόμενη Κεντρική Μινωική Αίθουσα. Το Μουσείο άρχισε να γεμίζει ασφυκτικά. Αναδείχθηκε η επιτακτική ανάγκη να ολοκληρωθεί το κτήριο σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, καθώς είχε χτιστεί μόνο κατά το ήμισυ πριν την ένωση με την Ελλάδα.
1923
Στις 2 Ιουλίου 1923 διορίσθηκε διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου ο Στέφανος Ξανθουδίδης (1863-1928).
1927
Οδηγός της Έκθεσης από τον διευθυντή Στέφανο Ξανθουδίδη. Η αγγλική έκδοση εξυπηρετούσε το πολυπληθές μη ελληνόφωνο κοινό.
1928
Ο Σ. Ξανθουδίδης πέθανε ξαφνικά στις 18 Σεπτεμβρίου 1928. Λίγο πριν είχε εκλεγεί αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, τιμή που αποδόθηκε και στον επόμενο διευθυντή του Μουσείου, Σπυρίδωνα Μαρινάτο. Τη διεύθυνση του Μουσείου Ηρακλείου ανέλαβε ο Σπυρίδων Μαρινάτος σε ηλικία 28 ετών (1901-1974). Σύνδεσε ενεργά το Μουσείο με τον τουρισμό, ο οποίος στη διάρκεια του Μεσοπολέμου είχε λάβει νέα ώθηση. Το Μουσείο είχε αναδειχθεί σε δημοφιλή διεθνή προορισμό.
1931
Ο Ιωσήφ Χατζιδάκης, «καίτοι βεβαρυμένος από το γήρας και πάσχων από βασανιστικό νόσημα», έγραψε λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, την ιστορία του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου όπως την έζησε και τη συν-διαμόρφωσε από το 1883 έως το 1930.
Ο θάνατος του Χατζιδάκη και του Ξανθουδίδη, και λίγα χρόνια αργότερα η κατεδάφιση του παλιού κτηρίου, σηματοδοτούν το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας νέας στην ιστορία του Μουσείου.
1935
Ο Μαρινάτος κατόρθωσε, με την υποστήριξη του αρχιτέκτονα του Υπουργείου Παιδείας Π. Καραντινού, και παρά τις αντιδράσεις, να εγκριθεί η κατεδάφιση του νεοκλασικιστικού κτηρίου προκειμένου να ανεγερθεί στην ίδια θέση ένα σύγχρονο αντισεισμικό οικοδόμημα. Η λύση αυτή ήταν προσφιλέστερη από την ολοκλήρωση του υπάρχοντος ακατάλληλου κτηρίου.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1935, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η κατεδάφιση του παλιού κτηρίου και άρχισε η οικοδόμηση του νέου. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια για το νέο Μουσείο ανατέθηκαν από το Υπουργείο Παιδείας στον Πάτροκλο Καραντινό, αρχιτέκτονα της γενιάς του ’30 και εκπρόσωπο του μοντερνισμού στην Ελλάδα
1937
Ο Πάτροκλος Καραντινός πρότεινε στον ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά, μαθητή του Παρθένη και επίσημο εικονογράφο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, να αναλάβει τη διακόσμηση της πρόσοψης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου. Η εικονογράφηση θα απλωνόταν στη μεγάλη στοά σχήματος Γ, το σημείο εισόδου των επισκεπτών.
Ο καλλιτέχνης μελέτησε την κρητική προϊστορική τέχνη και ετοίμασε την πρότασή του. Από το έργο του σώθηκαν τα προσχέδια και οι μακέτες, όμως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε τις εργασίες και εντέλει η μελέτη δεν εφαρμόσθηκε.
1938
Ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση της πρώτης πτέρυγας του κτηρίου, με επτά αίθουσες στο ισόγειο και πέντε στον όροφο, συνολικού εμβαδού 8.800 τ.μ. και όγκου 26.800 κ.μ.
Τα αρχαία μεταφέρθηκαν στο νέο οίκημα μεταξύ 24 Ιανουαρίου και 9 Φεβρουαρίου και το νεόδμητο Μουσείο άνοιξε για το κοινό την Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 1938.
«Ένα λαμπρό οικοδόμημα στην οικοδομικά άτονη πόλη του Ηρακλείου», ένα χαρακτηριστικό δείγμα μοντερνισμού του μεσοπολέμου.
Η καινοτόμα προσθήκη υπόγειου αντιεροπορικού καταφυγίου συνέβαλε ώστε λίγα χρόνια μετά, στη διάρκεια των βομβαρδισμών του Γερμανικού στρατού κατοχής, να σωθούν στην πλειονότητά τους οι αρχαιότητες του Μουσείου.
Όταν ο Σ. Μαρινάτος διορίσθηκε Διευθυντής Αρχαιοτήτων και έφυγε από το Ηράκλειο, τις εργασίες επέβλεπε ο Χρίστος Πέτρου-Μεσογείτης (1909-1944), αρχαιολόγος από τα Καλύβια Αττικής, ο οποίος εργαζόταν στο Μουσείο Ηρακλείου από το 1937 ως το 1939.
1940
Ο Νικόλαος Πλάτων (1909-1992) διορίσθηκε έφορος της 9ης αρχαιολογικής περιφέρειας και διευθυντής του Μουσείου Ηρακλείου, σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
1941
Στις 23 και 24 Μαΐου του 1941 Γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Οι βόμβες έπληξαν το κτήριο και προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχαιοτήτων δε βλάφτηκε χάρη στην απόκρυψή τους το προηγούμενο έτος, μια πρακτική που αναπτύχθηκε ταυτόχρονα και σε άλλα μεγάλα μουσεία της Ελλάδας για την προστασία των αρχαίων.
Το κτήριο του Μουσείου επιτάχθηκε και στον κήπο του τοποθετήθηκαν πυροβόλα από τον στρατό κατοχής. Το Μουσείο χρησιμοποιήθηκε ως αποθήκη πυρομαχικών, σχολή χημικού πολέμου, στρατιωτικό νοσοκομείο, και το 1943 ως στρατόπεδο συγκέντρωσης Ιταλών αιχμαλώτων.
Οι τελευταίες καταστροφές στο Μουσείο προκλήθηκαν λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών, στις 9 Φεβρουαρίου 1944 όταν η περιοχή βομβαρδίστηκε από συμμαχικά αεροπλάνα και τέλος στις 2 Ιουνίου του 1945 λόγω της έκρηξης πλοίου με πολεμοφόδια στο λιμάνι της πόλης
1949
Συνεχίσθηκε το έργο της επανέκθεσης του Μουσείου, το οποίο είχε διακοπεί λόγω του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Τουριστική Επιτροπή Ηρακλείου συνέβαλε στη βελτίωση της εμφάνισης του Μουσείου και τη διαμόρφωση κήπου με τη βοήθεια του Επιθεωρητή Γεωργίας Κρήτης Ανδροκλή Ξανθουδίδου.
1950
Προχώρησε η αποσυσκευασία και καταγραφή των αρχαιοτήτων που είχαν εγκιβωτισθεί στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ξεκίνησε η εργασία αποκατάστασης των ζημιών και φθορών, που είχε υποστεί το κτήριο, οι προθήκες και τα αρχαία από τον πόλεμο και τον μακρόχρονο εγκιβωτισμό.
Οι πολυάριθμοι περιηγητές του Φθινοπώρου του 1950 μπόρεσαν να επισκεφθούν τις πρώτες τέσσερις αίθουσες που επαναλειτούργησαν.
1951
Το έργο της επανέκθεσης προχώρησε με επιχορήγηση από το Σχέδιο Μάρσαλ: ολοκληρώθηκε η εργασία στις επτά αίθουσες του Ισογείου και παραγγέλθηκαν στο Λονδίνο νέες μεταλλικές προθήκες.
Οι ίδιες προθήκες εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται μέχρι το 2006, όταν το Μουσείο έκλεισε για να αρχίσει το τελευταίο έργο της κτηριακής ανακαίνισης και επανέκθεσης των συλλογών.
1953
Κατασκευάσθηκαν ευρύχωρες υπόγειες αποθήκες για την ταξινόμηση των αρχαιοτήτων που δεν προορίζονταν για έκθεση και εξακολούθησαν οι οικοδομικές εργασίες της νέας πτέρυγας.
Με παλιές επισκευασμένες προθήκες του πρώτου Μουσείου, ξεκίνησε η έκθεση της Επιστημονικής Συλλογής, η οποία αναδείχθηκε σε διεθνή πόλο έλξης των ερευνητών του κρητικού παρελθόντος.
Στα εργαστήρια συντήρησης γίνονταν εντατικές εργασίες αποκατάστασης αρχαίων από τους καλλιτέχνες Θωμά Φανουράκη και Ιωάννη Μιγάδη, τον αρχιτεχνίτη Ζαχαρία Κανάκη, και τον βοηθό του Ιωάννη Μεραμβελλιωτάκη.
1955
Το Μουσείο Ηρακλείου μεταπολεμικά διπλασιάσθηκε σε περιεχόμενο και έκταση. Η συνεργασία του διευθυντή Νικόλαου Πλάτωνος και του επιμελητή Στυλιανού Αλεξίου λειτούργησε υπέρ της επιστημονικής προβολής και αναγέννησης του Μουσείου, όπως είχε γίνει παλαιότερα με τη συνεργασία Χατζιδάκη και Ξανθουδίδη.
1956
Στον προμαχώνα Αλκαζάρ, λίγα μέτρα από το Μουσείο, κτίσθηκε η Στοά για τη στέγαση της Επιγραφικής Συλλογής.
Τα αρχικά σχέδια του Καραντινού που προέβλεπαν αμφιθέατρο διαλέξεων και εναέρια γέφυρα σύνδεσης με τον κήπο του Μουσείου, δεν υλοποιήθηκαν.
1959
Ολοκληρώθηκε πλέον μετά από περίπου 20 χρόνια, η κατασκευή της βόρειας πτέρυγας του Μουσείου, η οποία περιλάμβανε οκτώ μουσειακές αίθουσες και τέσσερις αποθήκες στο υπόγειο.
Εγκαταστάθηκε επίσης σε όλες τις αίθουσες εσωτερικός τεχνητός φωτισμός, καθώς έως τότε η περιήγηση στην έκθεση στηριζόταν κυρίως στον φυσικό φωτισμό. Εκδόθηκαν νέοι ξενόγλωσσοι εικονογραφημένοι οδηγοί.
Προχώρησε η οργάνωση των αποθηκών, ταξινομήθηκε η νομισματική συλλογή από την αρχαιολόγο Αναστασία Λογιάδου-Πλάτωνος, και ταξινομήθηκαν σε ειδικά ερμάρια οι πινακίδες Γραμμικής Α και Β γραφής από την αρχαιολόγο Αικατερίνη Μαυριγιαννάκη.
1960
Διαμορφώθηκε ο περιβάλλων χώρος του Μουσείου που αναδείχθηκε σε τοπόσημο για την πόλη: κατασκευάσθηκε κιγκλίδωμα και πεζοδρόμιο, και φυτεύθηκαν 100 καλλωπιστικά δενδρύλλια.
Παραγγέλθηκαν νέες προθήκες για την Επιστημονική Συλλογή, η οποία εξακολούθησε να αποτελεί χώρο ιδιαίτερης φροντίδας και ενδιαφέροντος.
1961
Στις αρχές του 1960, την περίοδο του «ελληνικού οικονομικού θαύματος», το Μουσείο Ηρακλείου συνεχίζει να αναπτύσσει πλούσια δραστηριότητα. Εξακολούθησαν οι εργασίες υποδομής και εξωραϊσμού με κατασκευή διακριτής αποθήκης υλικών και πλακόστρωση μπροστά από τις αποθήκες.
Εκτέθηκαν οι τοιχογραφίες σε αίθουσες του ορόφου, όπου εκτίθενται στην πλειονότητά τους και σήμερα.
Συνεχίσθηκαν οι εντατικές εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης των ολοένα αυξανόμενων αρχαιοτήτων, από τους ζωγράφους, συντηρητές, και τεχνίτες που εργάζονταν ή συνεργάζονταν εκείνη την εποχή με το Μουσείο.
Αποκαταστάθηκαν σαρκοφάγοι και πίθοι που παρέμεναν θραυσμένοι από τον πόλεμο. Οργανώθηκαν οι αποθήκες, καταγράφηκαν αρχαία, οργανώθηκε το φωτογραφικό αρχείο και ταξινομήθηκε εκ νέου η βιβλιοθήκη.
1962
Αγοράσθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο η συλλογή του Ηρακλειώτη γιατρού Στυλιανού Γιαμαλάκη υπέρ του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου.
Τα 4.237 αντικείμενα αποσυσκευάσθηκαν, συντηρήθηκαν, καταγράφηκαν και εκτέθηκαν σε ειδική αίθουσα του ορόφου, η οποία άνοιξε για το κοινό το καλοκαίρι του 1963.
Αποκαθηλώθηκε στη δεκαετία του 2000 ενώ μέρος της βρίσκεται ξανά στη μόνιμη Έκθεση στην ίδια Αίθουσα με τη Συλλογή Μεταξά.
1965
Για πρώτη φορά μετά την οικοδόμηση του νέου κτηρίου, η έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου υπό τη διεύθυνση του Στυλιανού Αλεξίου εκτείνεται πλέον σε είκοσι αίθουσες. Προστέθηκαν νέα ευρήματα από πρόσφατες ανασκαφές, ενώ έγιναν και σημαντικές ανακατατάξεις πολλές από τις οποίες διατηρήθηκαν στη συνέχεια, όπως ότι εκτέθηκαν σε χωριστές αίθουσες τα ευρήματα από τα ανάκτορα της Κνωσού και της Φαιστού.
Η έκθεση λειτουργεί σαν ζωντανός οργανισμός: εμπλουτίζεται διαρκώς με ευρήματα από τις νέες ανασκαφές και με παλαιότερα ευρήματα που εκτίθενται για πρώτη φορά. Ταυτόχρονα παράχθηκαν μακέτες και σχέδια ώστε οι επισκέπτες να αντιλαμβάνονται καλύτερα τα εκθέματα.
1976
Πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας εργασίες για την επισκευή και στεγανοποίηση του Μουσείου, με επίκεντρο το δώμα και τους φεγγίτες.
1979
Τον Μάρτιο του 1979 το Μουσείο Ηρακλείου αποτέλεσε τον πυρήνα μίας από τις πρώτες εκφράσεις της πολιτικής κουλτούρας της μεταπολίτευσης.
Οι Ηρακλειώτες κινητοποιήθηκαν μαζικά αρνούμενοι να δανεισθούν αρχαιότητες του Μουσείου για την έκθεση «Ελληνική τέχνη των νησιών του Αιγαίου» που θα παρουσιαζόταν στο Λούβρο και το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.
Οδοφράγματα, στάση εργασίας, κάλεσμα στη μαθητική κοινότητα, «Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα», και δεκάδες χιλιάδες κόσμου είχαν ως αποτέλεσμα την υπαναχώρηση της κυβέρνησης Καραμανλή, η οποία ηττήθηκε από το ΠΑΣΟΚ δύο χρόνια μετά, στις βουλευτικές εκλογές του 1981.
1980
Η δεκαετία του 1980 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου σημαδεύτηκε από τη διεύθυνση του Γιάννη Σακελλαράκη.
Πέρα από την ανασκαφική και συγγραφική του δραστηριότητα, συνέβαλε σε διαμορφώσεις των αποθηκών και της Επιστημονικής Συλλογής που έκτοτε άλλαξε ριζικά μορφή.
1987
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης και ανακαίνισης των κτηριακών εγκαταστάσεων.
Ταυτόχρονα με τον ολοένα αυξανόμενο φόρτο εργασίας της Εφορείας Αρχαιοτήτων, ο προϊστάμενος του Μουσείου Ηρακλείου Χαράλαμπος Κριτζάς φρόντισε να εκσυγχρονισθούν οι τεχνικές υποδομές και να εγκατασταθούν συστήματα ασφαλείας.
Η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε σε νέο χώρο και οργανώθηκε το φωτογραφικό αρχείο, τριάντα χρόνια μετά τη μεταπολεμική του επιμέλεια.
1993
Μετά από συντονισμένες προσπάθειες και διαπραγματεύσεις, το Μουσείο Ηρακλείου απέκτησε με τη διαδικασία των ανταλλάξιμων του Υπουργείου Οικονομικών, το οικόπεδο που βρισκόταν μόλις 6 μ. βόρεια και ανήκε στα Ιδρύματα Καλοκαιρινού.
1. Ο ενετικός ναός του Αγίου Φραγκίσκου
2. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
3. Το οικόπεδο βόρεια του Μουσείου, γραφεία Διοίκησης
Αποτύπωση Στ. Σπινθάκη 1997 στο Ιωαννίδου-Καρέτσου, Α., Μαρκουλάκη Σ., Πούλου-Παπαδημητρίου, Ν. και Πέννα, Β. 2008. Ηράκλειο. Η άγνωστη ιστορία της αρχαίας πόλης. Εκδόσεις: Νέα Κρήτη, Ηράκλειο, σ. 76
1994
Εκτεταμένες εργασίες εκσυγχρονισμού του μηχανολογικού εξοπλισμού στο Μουσείο, όπως η εγκατάσταση κλιματισμού και πυρασφάλειας, προκάλεσαν μετακινήσεις και ανακατατάξεις προθηκών της Έκθεσης, της Επιστημονικής Συλλογής και των αποθηκών καθώς και μεταβολές στον χαρακτήρα του κτηρίου με την προσθήκη ψευδοροφών και μηχανημάτων στο δώμα.
Άρχισε πλέον να διαφαίνεται η προοπτική μιας επανέκθεσης.
1996
Την περίοδο που προϊσταμένη ήταν η Αλεξάνδρα Καρέτσου ολοκληρώθηκε η ανασκαφική έρευνα στον χώρο του οικοπέδου.
Αποκαλύφθηκαν σύνθετα κατάλοιπα αλλεπάλληλων φάσεων, οθωμανικός τεκές, ενετικά πηγάδια, και ρωμαϊκή βίλα, τα οποία διατηρήθηκαν σε πιλοτή.
Σε αυτόν τον χώρο χτίστηκε λίγα χρόνια αργότερα το τριώροφο κτήριο που στεγάζει σήμερα τα γραφεία διοίκησης του Μουσείου και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου.
1997
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου περίπου 60 χρόνια μετά την ανέγερσή του, απαιτούσε ριζική ανακαίνιση. Οι φθορές στα οικοδομικά υλικά και τον φέροντα οργανισμό δεν μπορούσαν πλέον να αντιμετωπισθούν με προσωρινά μέτρα. Η σύνταξη μελέτης ανατέθηκε μετά από διαγωνισμό στο αρχιτεκτονικό γραφείο Α. Τομπάζη. Κύριο μέλημα ταυτόχρονα με τον εκσυγχρονισμό και την προσθήκη χώρων, ήταν η διατήρηση και αποκατάσταση του κελύφους του Καραντινού, ως μνημείο του διεθνούς Μοντέρνου Κινήματος.
Ο Νικόλαος και η Θεανώ Μεταξά δώρισαν τη Συλλογή τους στο Ελληνικό Δημόσιο. Το μεγαλύτερο μέρος της δωρίσθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου ενώ τμήμα της, σύμφωνα με επιθυμία των δωρητών, εκτίθεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Μαλεβιζίου στο Γάζι.
2002
Άρχισε το Έργο Επέκτασης και Εκσυγχρονισμού του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου με Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Το έργο μεταξύ άλλων προέβλεπε την επαναφορά του φυσικού φωτισμού, νέες ηλεκτρομηχανολογικές εγκαταστάσεις, νέα πτέρυγα αποθηκών και εργαστηρίων, και νέο κτήριο διοίκησης.
Το πρώτο υποέργο που άρχισε να υλοποιείται, ήταν η συσκευασία και μεταφορά των αρχαίων που φυλάσσονταν στις αποθήκες.
2004
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου διαχωρίσθηκε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων. Άρχισε να λειτουργεί ως αυτοτελής Διεύθυνση με Διευθύντρια τη Νώτα Δημοπούλου-Ρεθεμιωτάκη και στη συνέχεια ως Ειδική Περιφερειακή Υπηρεσία.
2006
Ταυτόχρονα με τα έργα στη Μόνιμη Έκθεση, υλοποιήθηκε και λειτούργησε μία μικρής κλίμακας Προσωρινή Έκθεση με 400 από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα εκθέματα του Μουσείου.
Στόχος ήταν να καλυφθεί το κενό που δημιούργησε στην οικονομική και πολιτισμική ζωή της πόλης το κλείσιμο του Μουσείου, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1930.
2007
Για πρώτη φορά αποκαθηλώθηκε η μεταπολεμική έκθεση αρχαιοτήτων στο Μουσείο Ηρακλείου, έργο των Εφόρων Νικολάου Πλάτωνος και Στυλιανού Αλεξίου, προκειμένου να αρχίσουν οι οικοδομικές εργασίες και παράλληλα η συντήρηση χιλιάδων εκθεμάτων.
2010
Το έργο της Επανέκθεσης του Μουσείου συνεχίσθηκε με Προϊσταμένη την Αθανασία Κάντα και ακολούθως με Προϊστάμενο τον Γιώργο Ρεθεμιωτάκη, με τον οποίο και ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Παράλληλα διαμορφώθηκε ο περιβάλλοντας χώρος, ο ιστορικός κήπος του Μουσείου, με χρηματοδότηση από το ΠΕΠ Νοτίου Αιγαίου-Κρήτης. Στον κήπο αποκαλύφθηκαν και αναδείχθηκαν τα κατάλοιπα του ναού του Αγίου Φραγκίσκου, με τον οποίο έχει συνδεθεί αναπόδραστα η ιστορία του Μουσείου.
2012
Το τμηματικό άνοιγμα της νέας Έκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2012 με τις Αίθουσες των αρχαϊκών και ελληνορωμαϊκών γλυπτών. Στο τέλος του έτους αποδόθηκε στο κοινό η Αίθουσα των Τοιχογραφιών στον όροφο. Τον επόμενο χρόνο ολοκληρώθηκε η επανέκθεση συνόλων των πρώιμων ελληνικών και ελληνορωμαϊκών χρόνων, καθώς και οι Συλλογές Γιαμαλάκη και Μεταξά.
2014
Στις 5 Μαΐου 2014 ολοκληρώθηκε η επανέκθεση των προϊστορικών αρχαιοτήτων στο Ισόγειο, η οποία συνιστά τον πυρήνα των εμβληματικών αντικειμένων του Μουσείου. Η νέα μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου αναπτύσσεται πλέον σε είκοσι έξι αίθουσες στο ισόγειο και τον όροφο. Τα επίσημα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 26 Ιουνίου 2014.
Την 1η Σεπτεμβρίου 2014 τη διεύθυνση του Α.Μ.Η. ανέλαβε η αρχαιολόγος Στέλλα Μανδαλάκη.